ilaquear - ορισμός. Τι είναι το ilaquear
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ilaquear - ορισμός


Ilaquear      
v. t.
Enlaçar.
Prender; pear.
Fig.
Fazer caír em lôgro, em tentação, etc.
(Lat. illaqueare)
ilaquear      
(lat illaqueare) vtd
1 Enlaçar, enlear, enredar, pear, prender: A aranha ilaqueou a mosca na teia
Ilaquear a boa-fé. vint e vpr
2 Cair no laço, ser logrado: ''Atarantado com a verbosidade do vigarista, o matuto ilaqueou. ...porque se deixou (o jornalista) ilaquear nessa rede de sutilezas'' (Mário Barreto). vint e vpr
3 Cair na tentação: Abusou a jovem do álcool, por isso ilaqueou. Sem vigiar e orar ilaqueia-se fatalmente. vtd
4 Anular, desfazer, quebrar a influência de: Ilaquear escrúpulos, preconceitos
ilaquear      
v. (-1680 cf. LacSJ)
1 t.d.bit. prender, enlaçar, enredar, confundir
i. boas intenções i. teorias sérias nas malhas das divagações
2 t.d.int. e pron. fazer cair ou cair em logro
i. um crédulo inexperiente, o forasteiro ilaqueou i.-se numa armadilha burocrática
3 int. e pron. cair em tentação
i.(-se) por causa das más companhias
4 t.d. quebrar ou desfazer influência de i. superstições
-etim lat. illaquèo,as,ávi, átum,áre 'enlaçar, tomar em laço; enredar, apanhar, enganar, seduzir'; ver laque- ; f.hist. 1680 illaquear